Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

''ΤΟ ΛΥΠΗΜΕΝΟ ΣΥΝΝΕΦΟ Ή ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΒΡΕΞΕΙ'' ~ Ιωάννα Κρανίτη


Ήταν κάποτε ένα σύννεφο, μικρό και ανέμελο, άσπρο σαν χουφτίτσα από βαμβάκι. Ολημερίς γυρνούσε στον ουρανό παίζοντας με τις ηλιαχτίδες. Παρατηρούσε τα δέντρα, μίλαγε με τα πουλιά κι ένα σωρό ιδέες σκαρφιζόταν συνεχώς για να περνάει η μέρα του ευχάριστα.



 Εκείνη τη μέρα όμως κάτι διαφορετικό συνέβαινε στο συννεφένιο μυαλουδάκι του... Είχε μάθει αποβραδίς πως ένας είναι ο προορισμός για κάθε σύννεφο που σέβεται τον εαυτό του: να γίνει βροχή… Βροχή!... σιγανή, δυνατή ή καταιγίδα δεν έχει σημασία... 

Μα έλα, όμως, που το συννεφάκι μας δεν συμφωνούσε και πολύ μ’ αυτόν τον προορισμό ή μάλλον, δεν συμφωνούσε καθόλου.! Γιατί πως ν' αφήσει τον κόσμο που γνώριζε, τις βόλτες που θα μείνουν αξέχαστες, τις ηλιαχτίδες, τα δέντρα και τα πουλιά, για να γίνει σταγόνες. Κι έπειτα, τι ζωή θα ήταν αυτή, μόνο να περιμένει να γίνει βροχή.  Αυτά και άλλα πολλά σκεφτόταν και φούσκωνε από λύπη το βαμβακένιο σώμα του...   

- Εεε, θα σκάσεις έτσι όπως πας! του φώναξε ένα σύννεφο από παραδίπλα. Όλο φουσκώνεις και φουσκώνεις, τι σου συμβαίνει πια και έχεις τέτοια λύπη σήμερα;

- Προσπαθώ να δω τι θα κάνω με τη ζωή μου... απάντησε το συννεφάκι.

- Τι…;! Πως…; Χα, χα, χα!! Γέλασε με δύναμη το σύννεφο από παραδίπλα. Που ακούστηκε καλέ αυτό, σύννεφο-συννεφάκι και να ψάχνεις τι θα κάνεις με τη ζωή σου; 
Βροχή θα γίνεις, να τι ! Βροχή, όπως όλα τα σύννεφα του κόσμου !

- Ναι, αλλά μη γελάς... Μη γελάς, γιατί εγώ δεν θέλω μόνο αυτό από τη ζωή μου…!

- Μπααα... κορόιδεψε το σύννεφο από παραδίπλα. Και τι θέλεις, παρακαλώ..;

- Εεεε, ασε με! Αυτό σου λέω τόση ώρα. Δεν ξέρω τι θέλω, μα θα το βρω ! φώναξε με πείσμα και κύλησε μακριά στο γαλάζιο ουρανό...
   ''Τσ, τσ, τσ…! Αυτά τα νέα συννεφάκια όλο περίεργες ιδέες είναι! Τι να πεις, μικρό είναι ακόμα, θα του περάσει'' σκέφτηκε φωναχτά το σύννεφο από παραδίπλα και γύρισε με χάρη να κοιτάξει τον ορίζοντα.

Εκείνο που ήξερε καλά ήταν πως τα σύννεφα γίνονται βροχή, χρόνια τώρα και ποτέ κανένα δεν βρέθηκε να σκεφτεί να γίνει κάτι άλλο. Άλλωστε, αυτός είναι ένας σπουδαίος προορισμός, μια και όλοι γνωρίζουμε πως η βροχή είναι ευλογία για τη γη, τα φυτά, τα ζώα και τους ανθρώπους.   

Το συννεφάκι, 
κυλώντας και κυλώντας στον ουρανό, βρέθηκε μπροστά στο σπίτι του. 

- Καλώς το συννεφοκανακάρη μου! Φώναξε χαμογελαστά η μαμά-σύννεφο. 
Μα τι έχεις εσύ καλό μου; είπε με ανησυχία.
  
- Αχ, μαμά... Γιατί δεν με καταλαβαίνει κανείς; Θέλω να βρω τι θα κάνω στη ζωή μου μα, όταν το λέω στα άλλα σύννεφα, γελάνε μαζί μου...

- Μμμ... Τι θα κάνεις στη ζωή σου, ε;

- Ναι, μαμά. Το ξέρω πως όλα τα σύννεφα γίνονται βροχή μα δεν θέλω να συμβεί μόνο αυτό. Κάτι πρέπει να βρω και να κάνω στη ζωή μου μέχρι τότε! 

Η μαμά-σύννεφο κοίταξε σοβαρά και με αγάπη τον συννεφοκανακάρη της. Ιδέα της ήταν ή πράγματι το συννεφάκι της ήταν τόσο διαφορετικό από τα άλλα συννεφάκια του ουρανού; 

- Καλό μου, μη δίνεις σημασία στα άλλα σύννεφα. Εσύ είσαι ένα έξυπνο συννεφάκι και είμαι σίγουρη πως θα βρεις αυτό που ζητάς. 

- Αλήθεια μαμά; Είπε με λαχτάρα το συννεφάκι.

-Αλήθεια, γλυκό μου, είπε εκείνη και φούσκωσε από τρυφερότητα.
 Ειιι, μα που πας...; του φώναξε καθώς εκείνο κύλησε μακριά της στον ουρανό. Ίσα που πρόλαβε ν’ ακούσει τη φωνή του:

- Δε θα αργήσω, μανούλα... 
  
''Αχ, αυτό το συννεφάκι μου...'' σκέφτηκε η μαμά-σύννεφο, ''πως δεν μοιάζει καθόλου με τα άλλα...και πως φοβάμαι μη μου αρρωστήσει, έτσι όπως γυρίζει όλη μέρα στον ουρανό...''   

Εκείνο το πρωινό, το μικρό μας συννεφάκι ταξίδεψε πολύ στον ουρανό. Κυλούσε και κυλούσε συνεχώς, ξανά και ξανά, με το μυαλό του γεμάτο σκέψεις και τα ματάκια του ορθάνοιχτα. Ήταν πολύ λυπημένο και με τίποτα, μα με τίποτα στον κόσμο, 
δεν ήθελε να βρέξει. 

Στάθηκε πάνω από ένα χωραφάκι κι έπαιζε με τη σκιά του, πάνω από τα στάχυα, πάνω από τα δέντρα, πάνω από τον γεωργό που κουρασμένος, σκούπιζε το ιδρωμένο πρόσωπό του. 

''Αυτή κι αν είναι δύσκολη δουλειά ! Να είσαι μέσα στον ήλιο και ούτε σκιά, ούτε τίποτα...'' σκέφτηκε το συννεφάκι και καθώς αναστέναζε βαθιά, άστραψε στο μυαλό του μια ιδέα!
   
'' Θα σταθώ από πάνω του, θα του κάνω σκιά για να δουλέψει πιο ευχάριστα!''   

Έτσι κι έκανε λοιπόν. Όσο περισσότερη σκιά του έκανε, τόσο πιο ξεκούραστα δούλευε ο γεωργός. Τι χαρά ήταν αυτή για το συννεφάκι μας!!! 
Πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε πως έκανε κάτι χρήσιμο! 
  
 - Σε ευχαριστώ, καλό μου συννεφάκι, σε ευχαριστώ !!! 
ψιθύρισε ο κουρασμένος γεωργός. 
'' Εγώ σ’ ευχαριστώ'', ήθελε να πει το συννεφάκι αλλά δεν μπορούσε. Βλέπετε, τα σύννεφα μπορούν να ακούσουν τους ανθρώπους αλλά όχι οι άνθρωποι τα σύννεφα...   

Λίγο παρακάτω, εργάτες δούλευαν σε μια οικοδομή. Στάθηκε από πάνω τους και χάζευε τι γρήγορα και όμορφα έχτιζαν το σπίτι. 
Ένας από αυτούς φώναξε ξαφνιασμένος.
  
- Που βρέθηκε, καλέ, το σύννεφο μέσα στο λιοπύρι... Αχ, και είχαμε ανάγκη από λίγη σκιά.... 

Το συννεφάκι στάθηκε, στάθηκε στον ουρανό ώρα πολλή. Κοιτούσε την οικοδομή που όλο και μεγάλωνε. Κοιτούσε τους εργάτες και τους ακολουθούσε με το συννεφένιο του κορμάκι.    

Εκεί κοντά μια παρέα παιδιών έπαιζε στην αυλή μιας πολυκατοικίας. Το συννεφάκι πλησίασε και στάθηκε από πάνω τους. Χοροπηδούσαν τα παιδιά, χοροπηδούσε και το συννεφάκι. Σκιές έφτιαχνε το συννεφάκι, τις σκιές κυνηγούσαν τα παιδιά! 



Καλέ, τι χαρές είναι αυτές!!! Τι παιχνίδια έκαναν!!! Κι όταν έπεσαν στη γη από την κούραση, το συννεφάκι που από κούραση δε γνωρίζει, άρχισε να κάνει σκέρτσα και καμώματα στον ουρανό. Άλλαζε σχήματα, κυλούσε, φούσκωνε και ξεφούσκωνε!   

Όταν γύρισε σπίτι ήταν η ώρα περασμένη. Η μαμά-σύννεφο είχε φουσκώσει από την ανησυχία της τόοοοοσο πολύ που κόντευε να σκάσει...

- Μαμά, μαμά!!! μπήκε φωνάζοντας το συννεφάκι, που κάθε άλλο 
παρά λυπημένο φαινόταν πια.   

- Μα που είσαι επιτέλους... φώναξε η μαμά-σύννεφο και άρχισε να σκουραίνει από το θυμό της. Νηστικό όλη μέρα και γυρίζεις στους ουρανούς!!! 

- Μαμά, μαμά!!! βρήκα τι θα κάνω στη ζωή μου!!!   

- Εεε...; Πως....; ξαφνιάστηκε  η μαμά-σύννεφο και στάθηκε ακίνητη στον ουρανό.   

- Ναι, μαμά!!! Το ξέρω πως όλα τα σύννεφα γίνονται βροχή μα, μέχρι τότε, δεν θα στέκομαι απλά στον ουρανό. Θέλω να δίνω χαρά, να δίνω χαρά! 
Θέλω να γίνω χρήσιμο και αυτό θα γίνω!!!   

Η μαμά-σύννεφο δεν πίστευε στ’ αυτιά της.... Αχ, ο συννεφοκανακάρης της.... που, έτσι καθώς όρμησε στην αγκαλιά της, εκείνη φούσκωσε τόσο πολύ από υπερηφάνεια που... στο ''τσακ'' την γλύτωσε και δεν έγινε βροχή εκείνο το βράδυ...



6ος Πανελλήνιος Διαγωνισμός συγγραφής παραμυθιού ''Ονειρούπολης'' Δράμας – 1ο βραβείο 
                                          Το παραμύθι έχει ήδη εκδοθεί από τον Δήμο Δράμας         




By 

Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

"Άνοιξη και προσδοκία" ~ Ιωάννα Κρανίτη



Γλυκά απάγκιαζε το βλέμμα,

 ήταν το φως το πρωινό  ή μήπως άραγε

 η σιωπηλή σκιά μου; 

Κυλούν οι ώρες,  
  
 το πεζοδρόμιο γεμάτο με φωνές

 κι οι σιωπηλές μορφές  

         παράταιρες κι ευάλωτες, αχ, πόσο… 
 
Κάποιοι μιλούν για προσδοκίες 
 
    και κάποιων άλλων οι φωνές ίσα που ακούγονται.

Αναβοσβήνει της μνήμης το στοργικό το φως, 
   
αφημένα καταγής ένα μαντήλι

  κι ένα ποτήρι αδειανό, απέναντι ο κόσμος.  

Μετρημένα από χρόνια τα λόγια μας,

 με λιγοστά περιθώρια οι αντοχές μας.

 Μα σαν το κακό ξορκίζεται,

 με άγνοια μαθές ή με πλήρη γνώση,

        το τίποτα αντρειεύεται και αληθινή ζωή αποζητά, 

      με δίχως έκδηλη οργή, με δίχως θράσος.  
 
  Θέλω να με θες, άνοιξη να γίνεσαι 

και προσδοκία να με κάνεις.   

Να, έτσι μίλησε του ανέμου η φωνή

κι ύστερα σώπασε η βουή του κόσμου.

Πόσο επίμονη γίνεται η ζωή,

πόσο επίμονη, αρκεί να το θελήσει…

                                                                  Φωτογραφία:  seamensmoving.com                                                                          

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

"Το φως" ~ Ιωάννα Κρανίτη ~


Άχρονος κι ανυπότακτος ο χρόνος.
Επίμονες σιωπές και διαφωνίες,
πορφυρές γραμμές που την καρδιά ακολουθούν.
Στοργική στιγμή που φωτισμένη έρχεσαι
και στα μάτια μου κατοικείς,
στοργική στιγμή που τα πάντα γκρεμίζεις
και χωρίς φόβο με χτίζεις ξανά
κι ούτε μπορώ να ανασάνω
ούτε ν’ αντισταθώ μπορώ.
Εδώ κανείς, παρά μονάχα η νύχτα
κι ό,τι διασώθηκε κομμένο στα δυο.
Φυλλομετρώ τις σιωπές που επίμονα άντεξαν,
τα ατέλειωτα ποιήματα
και τις δροσερές φωτεινές ελπίδες,
φυλλομετρώ το άχρονο βίωμα
που ταξιδεύει το δισταγμό και την παράδοσή σου.
Ένα κλειδί γυρίζει βαριά μέσα μου,
η αυλόπορτα κλείνει αργά,
ο χρυσοπράσινος κισσός αναζητά το φως.
Τα δάχτυλά μου κινούνται νευρικά στα κάγκελα.
Είναι το φως που περιμένω…


Φωτογραφία: Βασιλική Τράκη