Γλυκά
απάγκιαζε το βλέμμα,
ήταν το φως το πρωινό ή μήπως άραγε
η σιωπηλή σκιά μου;
Κυλούν
οι ώρες,
το πεζοδρόμιο γεμάτο με φωνές
κι οι σιωπηλές μορφές
παράταιρες κι ευάλωτες, αχ, πόσο…
Κάποιοι
μιλούν για προσδοκίες
και κάποιων άλλων οι φωνές ίσα που
ακούγονται.
Αναβοσβήνει
της μνήμης το στοργικό το φως,
αφημένα
καταγής ένα μαντήλι
κι ένα ποτήρι αδειανό, απέναντι ο κόσμος.
Μετρημένα
από χρόνια τα λόγια μας,
με λιγοστά περιθώρια οι αντοχές μας.
Μα σαν το κακό ξορκίζεται,
με άγνοια μαθές ή με πλήρη γνώση,
το τίποτα αντρειεύεται και αληθινή ζωή
αποζητά,
με
δίχως έκδηλη οργή, με δίχως θράσος.
Θέλω να με θες, άνοιξη να γίνεσαι
και
προσδοκία να με κάνεις.
Να,
έτσι μίλησε του ανέμου η φωνή
κι
ύστερα σώπασε η βουή του κόσμου.
Πόσο
επίμονη γίνεται η ζωή,
πόσο
επίμονη, αρκεί να το θελήσει…
Φωτογραφία: seamensmoving.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου