Στις άκρες του
νήματος
δυο δέντρα νιόβγαλτα
δυο δέντρα νιόβγαλτα
κι επάνω στη σκεπή ένας κεραμιδόγατος
απλώνεται στον ήλιο.
απλώνεται στον ήλιο.
Κοίταζες κι έφτιαχνες
ταξίδια.
Ο άνεμος έπαιρνε
λόγια και σιωπές,
φύλλα μαζεύονταν
φύλλα μαζεύονταν
και η βροχή στάλαζε
ντροπαλά
στα βλέφαρά σου.
στα βλέφαρά σου.
Συγχώρα με, με άκουσα
να λέω.
Συγχώρα με, τελειώνει το φθινόπωρο
κι εγώ τα μάτια σου δεν είδα.
Συγχώρα με, τελειώνει το φθινόπωρο
κι εγώ τα μάτια σου δεν είδα.
Έπειτα σε κοίταξα και
σαν να ανάσανα βαθιά.
Στον ορίζοντα ένα άσπρο σύννεφο
ξεγελούσε τη μπόρα.
Στον ορίζοντα ένα άσπρο σύννεφο
ξεγελούσε τη μπόρα.
Μαζεύω λύπες μέσα μου
από χρόνια,
μα οι δικές σου ξεχωρίζουν
γιατί τις αγάπησα πολύ.
μα οι δικές σου ξεχωρίζουν
γιατί τις αγάπησα πολύ.
Με μια ηδύτητα γεννάς
το φως
κι όταν νιώθω να φεύγεις
τα δάχτυλά σου χαϊδεύουν τρυφερά
την ψυχή μου.
κι όταν νιώθω να φεύγεις
τα δάχτυλά σου χαϊδεύουν τρυφερά
την ψυχή μου.
Μη σκέφτεσαι,
απάντησες.
Αφέσου μόνο να αισθανθείς
και άδραξε την όμορφη στιγμή
γεμάτη απ’ ό,τι εμείς μπορέσαμε…
Αφέσου μόνο να αισθανθείς
και άδραξε την όμορφη στιγμή
γεμάτη απ’ ό,τι εμείς μπορέσαμε…
Φωτογραφία: Edward
Cucuel Autumn Walk
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου