Νύχτα
ζωσμένη με σιωπή
κι
ένα φεγγάρι
λαμπερό
από γεννησιμιού του.
Μύρισε
αγριοθύμαρο
κι
αχόρταγη θάλασσα.
Δυο
βρεγμένα χέρια
κρατούσαν
σφιχτά
τα
σκισμένα δίχτυα
και
οι παγιδευμένες αγωνίες
σπαρταρούσαν
ολοζώντανες
μπρος
στα μάτια μου.
Πιες
θάλασσα,
ψιθύρισε
ο γέροντας ψαράς,
πιες
θάλασσα,
μην
κρατάς μόνο γλυκό νερό μέσα σου.
Ένας
γλάρος φτερούγισε
καλώντας
όλο θέρμη το ξημέρωμα.
Θα
ορκιζόμουν
πως
στην άμμο διέκρινα
τα
σώματά μας.
Μη
μου θυμώνεις, σ' άκουσα να λες,
τις
Κυριακές
δεν
αντέχω τον θυμό σου...
Ζωγραφική: Edward Potthast

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου