Κάποτε,
όταν άρχιζε να σουρουπώνει
και το κόκκινο της φωτιάς έβαφε τον ορίζοντα
έπιανε τον εαυτό του να τρομάζει
απ’ την πολλή την ομορφιά.
και το κόκκινο της φωτιάς έβαφε τον ορίζοντα
έπιανε τον εαυτό του να τρομάζει
απ’ την πολλή την ομορφιά.
Μήπως
δεν ήξερα, μονολογούσε,
μήπως για πρώτη μου φορά
νυχτώνομαι μονάχος;
μήπως για πρώτη μου φορά
νυχτώνομαι μονάχος;
Βαθιά
κεντούσε μέσα του η ψευδαίσθηση
αλαργινή ελπίδα
κι ίσκιος νωθρός,
κεντούσε και δήλωνε η άτιμη
πόσο πιστά του ήταν παραδομένη.
αλαργινή ελπίδα
κι ίσκιος νωθρός,
κεντούσε και δήλωνε η άτιμη
πόσο πιστά του ήταν παραδομένη.
Δε
θα ‘πρεπε από νωρίς να την πιστεύει,
πάντα το γνώριζε,
μα ούτε και θα ‘πρεπε
να την αφήνει να κεντά.
πάντα το γνώριζε,
μα ούτε και θα ‘πρεπε
να την αφήνει να κεντά.
Κάποτε,
όταν άρχιζε να κρυώνει ο καιρός
κι έπιανε να ρίχνει κάτι ζεστό πάνω του,
έπιανε τον εαυτό του να τρομάζει
απ΄ την πολλή τη ζεστασιά…
κι έπιανε να ρίχνει κάτι ζεστό πάνω του,
έπιανε τον εαυτό του να τρομάζει
απ΄ την πολλή τη ζεστασιά…
Έσφιγγε
τότε τα δάχτυλα
κι αγκαλιάζοντας τους ώμους
μάλωνε με ό,τι αγαπημένο
του είχε απομείνει.
κι αγκαλιάζοντας τους ώμους
μάλωνε με ό,τι αγαπημένο
του είχε απομείνει.
Αργά
– αργά παραδίνονταν οι ραφές,
χρόνο με το χρόνο απόκαμαν
με τόσους καβγάδες…
χρόνο με το χρόνο απόκαμαν
με τόσους καβγάδες…
Ζωγραφική: Στάθης Κοσμάς «Βάρκες στο
ηλιοβασίλεμα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου